ΠΑΝΩ Σ’ ΕΝΑΝ ΞΕΝΟ ΣΤΙΧΟ

 

          Η ΠΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΚΑΡΟΥ

Να 'μαι εδώ στα βόρεια πλάτη, ξέμεινα θαρρώ.

Χρόνια είναι τώρα ή μόλις έφθασα;

Γύρω κρεμαστοί στους τοίχους συγκάτοικοι σιωπής

και εγώ προσμένω μιαν ένδειξη γαλήνης.

Αποπνικτικός αέρας κόβει την πνοή,

μια ομίχλη στο μυαλό μου διαχέεται.

Χθες ήταν παιχνίδι, τώρα χίμαιρα φτηνή

να βρω κογχύλια κοντά σε ουράνιο τόξο.

Δώσε μου φτερά κι ας είναι του Ίκαρου

δεν το βλέπεις θέλω να πετάξω

κι αν με λιώσει ο ήλιος θα 'ναι ο ήλιος μου

πριν χαθώ, θα του χαμογελάσω.

Κέρινα σχιστά ματάκια της Άπω Ανατολής

παίρνουν όρκους για αιώνια αφοσίωση.

Πνίγεται η πολιτεία, φως πορτοκαλί.

Τώρα κοιμάται, ανθούν τα μαγουλά της.

Δώσε μου φτερά κι ας είναι του Ίκαρου

δεν το βλέπεις θέλω να πετάξω

κι αν με λιώσει ο ήλιος θα ‘ναι ο ήλιος μου

πριν χαθώ, θα του χαμογελάσω.

                                Αλέξανδρος Ζαχαριάδης



Ό λόγος για τη φιλολογία. Όχι όμως γι' αυτή της μεταγλώσσας και της αποδόμησης. Όχι για τη φιλολογία που λογαριάζει τον εαυτό της σαν ξένο λόγο πάνω σ' έναν ήδη υπάρχοντα. Ούτε γι' αυτήν που φλυαρεί τις ανασφάλειες της. Αλλά γι' αυτήν που σκοντάφτει πάνω σ' ονόματα και πράγματα και τη χαράζουν. Γι' αυτήν που φέρει τις πληγές της λέξης. Για κείνη που, ως φυματική, ξερνά το αίμα τους.

Ό λόγος για ένα άσημο κι ανέκδοτο ποίημα, πού ούτε καν ως ποίημα επιγράφεται. Ό λόγος για ένα ανέκδοτο τραγούδι. Βλέπετε, αυτή ή μικροαστή κυρά γυρνά σ' αίθουσες διαλέξεων και πολυλογεί για ρίμα, ρυθμό, μουσική, ή άμουση. Αλλά ο στίχος πέφτει κομμάτι φτενός για τα επιστημονικά της μέτρα. Σνομπάρει τη λαϊκότητα του. Η κυρά μας αποστρέφεται την επικαιρότητα.

Οι στίχοι που ανασαίνουν στην αρχή έρχονται από ένα ανέκδοτο τραγούδι. Μα δεν πρόκειται να μείνω στο αστυνομικό του δελτίο ταυτότητας ούτε και θα επιχειρήσω κάποια εμβριθή ανάγνωση που θα ταράξει τα νερά. Δεν προτίθεμαι να φιλολογήσω κατά τοιούτον τρόπον. Να ψελλίσω μόνο μια βαθιά εμμονή: όταν η λογοτεχνία φτάνει να ψαύσει ή να καταυγάσει το σκότος μας (όχι το συλλογικό μα το δικό σου και το δικό μου ανομολόγητο πηχτό σκοτάδι), τότε η φιλολογία βωβαίνεται ή έχει λόγο; Και είναι φιλολογία αυτό που λέγεται ή γράφεται ή μήπως το βίτσιο ενός αμετανόητου αναγνώστη;

Για να επιστρέψουμε στην περήφανη λογοκρατία, μιλώ για λόγο εμπράγματο και προσωπικό. Εμπράγματο γιατί, μέσα στη σύγχυση αυτής της σύμβασης που λέγεται γλώσσα, έρχεται να αντικειμενοποιήσει (με το αθώο, κυριολεκτικό της νόημα η λέξη) τη σύλληψη και την αίσθηση. Και προσωπικό, γιατί δε δίδεται ως δευτερογενής. Αρθρώνεται αναπτύσσοντας τους γερούς του σπονδύλους πάνω στη λέξη. Χύνει το μέταλλό της στις δικές του μήτρες, φτιάχνει σκεύη καθημερινής χρήσης ή πολύτιμα γιορντάνια.

Φιλολογίες, θα πείτε. Όμως… ο Λόγος Σαρξ εγένετο.

Σοφία Νικολαϊδου  

(Λογοτεχνικό περιοδικό ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ)

* Το άρθρο είχε εκδοθεί πριν την κυκλοφορία του εν λόγω τραγουδιού.

 

 

επιστροφή